-
1 σφουγγάρι
το губка -
2 σφουγγάρι
[сфунгари] ουσ. о. губка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφουγγάρι
-
3 σφουγγάρι
[сфунгари] ουσ ο губка. -
4 σφουγγάρι
éponge -
5 éponge
σφουγγάρι -
6 губка
1. (зажимная) η σιαγόν/α (σύσφιξης)-и гаечного ключа - ες του (γαλλικού) κλειδιού, раздвигать - и гаечного ключа ανοίγω τα - ια του (γαλλικού) κλειδιού2. (пористое вещество) ο σπόγγος, το σφουγγάρι 3. зоол. о σπόγγος, το σφουγγάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > губка
-
7 губка
-
8 мочалка
-
9 губка
гу́б||каж ὁ σπόγγος, τό σφουγγάρι:вытирать \губкакой σφουγγίζω μέ τό σφουγγάρι· ловля \губкаοκ ἡ σπογγαλιεία. -
10 губка
-
11 мочалка
-и θ.1. σφουγγάρι, σπόγγος•терть спинку -ой τρίβω τη ράχη με το σφουγγάρι.
2. βλ. мочало.εκφρ.жевать -у – φαφλατίζω. -
12 мочалка
мочалкаж ὁ τρίφτης, ὁ τριπτήρ, τό σφουγγάρι τοῦ μπάνιου. -
13 πίνω
(αόρ. ήπια и έπιον, παθ. αόρ. (ε)πιόθηκα и επόθην) 1. αμετ.1) пить;πίνω εις υγείαν — пить за здоровье (кого-л.)' 2) выпивать (вино и т. п.);
2. μετ.1) пить;πίνω νερό — пить воду;
πίνω τό φάρμακο — принимать лекарство;
θα σού πιω το αίμα я ещё попью твоей кровушки, я тебе отомщу;2) впитывать; поглощать (тж. перен.); τό σφουγγάρι πίνει το νερό губка впитывает воду;§ πίνω τσιγάρο — курить;
ήπια το ποτήρι ως τον πάτο или επιον το ποτήριον μέχρι τρύγος я выпил (эту горькую) чашу до дна;ήπιε πολλά φαρμάκια он пережил много горя -
14 sponge
1. noun1) (a type of sea animal, or its soft skeleton, which has many holes and is able to suck up and hold water.) σπόγγος2) (a piece of such a skeleton or a substitute, used for washing the body etc.) σφουγγάρι3) (a sponge pudding or cake: We had jam sponge for dessert.) ελαφρό κέικ4) (an act of wiping etc with a sponge: Give the table a quick sponge over, will you?) σφούγγισμα2. verb1) (to wipe or clean with a sponge: She sponged the child's face.) σφουγγίζω2) (to get a living, money etc (from someone else): He's been sponging off/on us for years.) ζω σε βάρος(άλλου)/κάνω τράκα•- sponger- spongy
- spongily
- sponginess
- sponge cake
- sponge pudding -
15 губка
[γκούπκα] ουσ. θ. σφουγγάρι -
16 мочалка
[ματσάλκα] ουσ. θ. τρίφτης, σφουγγάρι του μπάνιου -
17 губка
[γκούπκα] ουσ θ σφουγγάρι -
18 мочалка
[ματσάλκα] ουσ θ τρίφτης, σφουγγάρι του μπάνιου -
19 бодяга
-и θ.σπόγγος, σφουγγάρι του γλυκού νερού. -
20 вобрать
вберу, вберёшь, παρλθ. χρ. вобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вобранный, βρ: -ран, -а, к. –а, -о ρ.σ.μ.1. αναρροφώ, απορροφώ, τραβώ, παίρνω•растения -ли всю влагу τα φυτά τράβηξαν όλη την υγρασία.
2. μτφ. συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω•жадно вобрать новые впечатления δε χορταίνω τις καινούργιες εντυπώσεις.
εκφρ.вобрать голову в плечи – μαζεύω (χώνω) το κεφάλι στους ανασηκωμένους ώμους.απορροφιέμαι, τραβιέμαι•вода -лась губкой το νερό απορροφήθηκε από το σφουγγάρι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σφουγγάρι — το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν νεοελλ. 1. ο σπόγγος 2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό 3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος β)… … Dictionary of Greek
σφουγγάρι — το 1. ζωόφυτο. 2. όργανο καθαρισμού: Αγόρασε ένα σφουγγάρι για τα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπόγγος — ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α 1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο τού οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και… … Dictionary of Greek
σφουγγαρίζω — και διαλ. τ. σφογγαρίζω Ν [σφουγγάρι] 1. καθαρίζω επιφάνεια με σφουγγάρι 2. πλένω δάπεδο με σφουγγαρόπανο ή με σφουγγαρίστρα 3. συνεκδ. καθαρίζω επιφάνεια με οποιοδήποτε μέσο … Dictionary of Greek
άστειφτος — και άστυφτος και άστυφος, η, ο εκείνος που δεν έχει στειφτεί, που δεν τον έχουν στραγγίσει («άστειφτο λεμόνι», «άστειφτα ρούχα», «άστειφτο σφουγγάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η γραφή με ει προέρχεται από την ετυμολόγηση του τ. άστειφτος < στείβω «πατώ,… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
απομάσσω — ἀπομάσσω (AM) [μάσσω] Ι. 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι 2. (στη μέτρηση σιτηρών) ισιώνω με το απόμακτρον την επιφάνεια των δημητριακών που βρίσκονται σε μετρητή χωρητικότητας 3. παίρνω αποτύπωμα II. ( ομαι) 1. αφαιρώ, αποβάλλω 2. σκουπίζω τα … Dictionary of Greek
απομαγδαλία — ἀπομαγδαλία κ. ιά, η (AM ἀπομαγδαλίς) ψίχα ψωμιού με την οποία καθάριζαν τα χέρια τους μετά το δείπνο και την έριχναν στους σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απομαγδαλιά, όπως και το μτγν. μαγδαλιά, σχηματίστηκε κατά τα αρμαλιά, φυταλιά κ.ά., ως προς το… … Dictionary of Greek
αποσμήχω — ἀποσμήχω (AM) [σμήχω] 1. καθαρίζω με σφουγγάρι 2. καθαρίζω … Dictionary of Greek
αποσφουγγίζω — (AM ἀποσπογγίζω) καθαρίζω με σφουγγάρι νεοελλ. 1. καθαρίζω κάτι μ ένα κομμάτι πανί 2. τελειώνω το καθάρισμα ή το σφουγγάρισμα … Dictionary of Greek
απόμαξις — ἀπόμαξις, η (AM) [απομάσσω] μσν. λήψη αποτυπώματος αρχ. καθάρισμα με σφουγγάρι … Dictionary of Greek